- ανατείχιση
- ανατείχιση, η και ανατειχισμός, οη οικοδόμηση από την αρχή τείχους ή η ανοικοδόμηση γκρεμισμένου: Μετά τα μηδικά έγινε ανατείχιση της Αθήνας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.